- ίσμη
- ἴσμη (κώδ. ἰσμή), ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «πρόφασις, σύνεσις, φρόνησις».[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴδ-μηη λ. σχηματίστηκε από τη μηδενισμένη βαθμίδα ἰδ- του ρ. οἶδα*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσμή — knowledge fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)